- διάπλεως
- διάπλεω̆ς , διάπλεωςbrim-fulladverbialδιάπλεω̆ς , διάπλεωςbrim-fullmasc/fem nom plδιάπλεω̆ς , διάπλεωςbrim-fullmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάπλεως — διάπλεως, ων και διάπλεος, ον (AM) 1. υπερπλήρης, κατάμεστος 2. ο γεμάτος από κάτι, που διαθέτει κάτι σε αφθονία … Dictionary of Greek
διάπλεα — διάπλεως brim full nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάπλεων — διάπλεω̆ν , διάπλεως brim full masc/fem/neut gen pl διάπλεω̆ν , διάπλεως brim full masc/fem acc sg διάπλεω̆ν , διάπλεως brim full neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάπλεω — διάπλεω̆ , διάπλεως brim full masc/fem/neut nom/voc/acc dual διάπλεω̆ , διάπλεως brim full masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάπλεος — ον βλ. διάπλεως … Dictionary of Greek